αμολγαιος

αμολγαιος
    ἀμολγαῖος
    3 и 2
    (ᾰ)
    1) приготовленный на молоке, по друг. из наилучшей муки
    

(μᾶζα Hes.)

    2) набухший молоком
    

(μαστός Anth.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αμολγαιος" в других словарях:

  • αμολγαίος — ἀμολγαῖος, α, ον (Α) [ἀμολγός] 1. παρασκευασμένος από γάλα 2. γεμάτος από γάλα, γαλατερός (μαστός) 3. ψωμί από αλεύρι ποιότητας …   Dictionary of Greek

  • ἀμολγαῖον — ἀμολγαῖος made with milk masc acc sg ἀμολγαῖος made with milk neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμολγαία — ἀμολγαί̱ᾱ , ἀμολγαῖος made with milk fem nom/voc/acc dual ἀμολγαί̱ᾱ , ἀμολγαῖος made with milk fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμολγός — ἀμολγός, ο (Α) νεοελλ. νυχτερινό άρμεγμα (Παπαδιαμ. Γ 339) αρχ. 1. στον Όμηρο πάντοτε στη φρ. «νυκτός ἀμολγῷ», στη μέση, στην καρδιά τής νύχτας λέγεται επίσης για το λυκαυγές, όταν φαίνεται η Αφροδίτη, ή για το λυκόφως, όταν ανατέλλει το… …   Dictionary of Greek

  • ἀμολγαίαν — ἀμολγαί̱ᾱν , ἀμολγαῖος made with milk fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμολγαίη — ἀμολγαί̱η , ἀμολγαῖος made with milk fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμολγαίην — ἀμολγαί̱ην , ἀμολγαῖος made with milk fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»